μοδάτος • (modátos) m (feminine μοδάτη, neuter μοδάτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μοδάτος • | μοδάτη • | μοδάτο • | μοδάτοι • | μοδάτες • | μοδάτα • |
genitive | μοδάτου • | μοδάτης • | μοδάτου • | μοδάτων • | μοδάτων • | μοδάτων • |
accusative | μοδάτο • | μοδάτη • | μοδάτο • | μοδάτους • | μοδάτες • | μοδάτα • |
vocative | μοδάτε • | μοδάτη • | μοδάτο • | μοδάτοι • | μοδάτες • | μοδάτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μοδάτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μοδάτος, etc.) |