μοναστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μοναστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μοναστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μοναστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word μοναστικός you have here. The definition of the word μοναστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμοναστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

μοναστικός (monastikósm (feminine μοναστική, neuter μοναστικό)

  1. monastic (pertaining to monasteries or monks)

Declension

Declension of μοναστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μοναστικός (monastikós) μοναστική (monastikí) μοναστικό (monastikó) μοναστικοί (monastikoí) μοναστικές (monastikés) μοναστικά (monastiká)
genitive μοναστικού (monastikoú) μοναστικής (monastikís) μοναστικού (monastikoú) μοναστικών (monastikón) μοναστικών (monastikón) μοναστικών (monastikón)
accusative μοναστικό (monastikó) μοναστική (monastikí) μοναστικό (monastikó) μοναστικούς (monastikoús) μοναστικές (monastikés) μοναστικά (monastiká)
vocative μοναστικέ (monastiké) μοναστική (monastikí) μοναστικό (monastikó) μοναστικοί (monastikoí) μοναστικές (monastikés) μοναστικά (monastiká)

Synonyms