μοναχικός • (monachikós) m (feminine μοναχική, neuter μοναχικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μοναχικός (monachikós) | μοναχική (monachikí) | μοναχικό (monachikó) | μοναχικοί (monachikoí) | μοναχικές (monachikés) | μοναχικά (monachiká) | |
genitive | μοναχικού (monachikoú) | μοναχικής (monachikís) | μοναχικού (monachikoú) | μοναχικών (monachikón) | μοναχικών (monachikón) | μοναχικών (monachikón) | |
accusative | μοναχικό (monachikó) | μοναχική (monachikí) | μοναχικό (monachikó) | μοναχικούς (monachikoús) | μοναχικές (monachikés) | μοναχικά (monachiká) | |
vocative | μοναχικέ (monachiké) | μοναχική (monachikí) | μοναχικό (monachikó) | μοναχικοί (monachikoí) | μοναχικές (monachikés) | μοναχικά (monachiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μοναχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μοναχικός, etc.)