Learnedly from μονο- (mono-) + ψηφίο (psifío) + -ιος (-ios).[1]
μονοψήφιος • (monopsífios) m (feminine μονοψήφια, neuter μονοψήφιο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μονοψήφιος (monopsífios) | μονοψήφια (monopsífia) | μονοψήφιο (monopsífio) | μονοψήφιοι (monopsífioi) | μονοψήφιες (monopsífies) | μονοψήφια (monopsífia) | |
genitive | μονοψήφιου (monopsífiou) | μονοψήφιας (monopsífias) | μονοψήφιου (monopsífiou) | μονοψήφιων (monopsífion) | μονοψήφιων (monopsífion) | μονοψήφιων (monopsífion) | |
accusative | μονοψήφιο (monopsífio) | μονοψήφια (monopsífia) | μονοψήφιο (monopsífio) | μονοψήφιους (monopsífious) | μονοψήφιες (monopsífies) | μονοψήφια (monopsífia) | |
vocative | μονοψήφιε (monopsífie) | μονοψήφια (monopsífia) | μονοψήφιο (monopsífio) | μονοψήφιοι (monopsífioi) | μονοψήφιες (monopsífies) | μονοψήφια (monopsífia) |