μυστηριώδης • (mystiriódis) m (feminine μυστηριώδης, neuter μυστηριώδες)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μυστηριώδης (mystiriódis) | μυστηριώδης (mystiriódis) | μυστηριώδες (mystiriódes) | μυστηριώδεις (mystiriódeis) | μυστηριώδεις (mystiriódeis) | μυστηριώδη (mystiriódi) | |
genitive | μυστηριώδους (mystiriódous) μυστηριώδη (mystiriódi) |
μυστηριώδους (mystiriódous) | μυστηριώδους (mystiriódous) | μυστηριωδών (mystiriodón) | μυστηριωδών (mystiriodón) | μυστηριωδών (mystiriodón) | |
accusative | μυστηριώδη (mystiriódi) | μυστηριώδη (mystiriódi) | μυστηριώδες (mystiriódes) | μυστηριώδεις (mystiriódeis) | μυστηριώδεις (mystiriódeis) | μυστηριώδη (mystiriódi) | |
vocative | μυστηριώδη (mystiriódi) μυστηριώδης (mystiriódis) |
μυστηριώδης (mystiriódis) | μυστηριώδες (mystiriódes) | μυστηριώδεις (mystiriódeis) | μυστηριώδεις (mystiriódeis) | μυστηριώδη (mystiriódi) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μυστηριώδης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μυστηριώδης, etc.)