ναζιστικός • (nazistikós) m (feminine ναζιστική, neuter ναζιστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ναζιστικός • | ναζιστική • | ναζιστικό • | ναζιστικοί • | ναζιστικές • | ναζιστικά • |
genitive | ναζιστικού • | ναζιστικής • | ναζιστικού • | ναζιστικών • | ναζιστικών • | ναζιστικών • |
accusative | ναζιστικό • | ναζιστική • | ναζιστικό • | ναζιστικούς • | ναζιστικές • | ναζιστικά • |
vocative | ναζιστικέ • | ναζιστική • | ναζιστικό • | ναζιστικοί • | ναζιστικές • | ναζιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ναζιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ναζιστικός, etc.) |