Inherited from Byzantine Greek νοικιάζω (noikiázō), from the Hellenistic Ancient Greek ἐνοικιάζω (enoikiázō).[1] Doublet of ενοικιάζω (enoikiázo).
νοικιάζω • (noikiázo) (past νοίκιασα, passive νοικιάζομαι, p‑past νοικιάστηκα, ppp νοικιασμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | νοικιάζω | νοικιάσω | νοικιάζομαι | νοικιαστώ |
2 sg | νοικιάζεις | νοικιάσεις | νοικιάζεσαι | νοικιαστείς |
3 sg | νοικιάζει | νοικιάσει | νοικιάζεται | νοικιαστεί |
1 pl | νοικιάζουμε, [‑ομε] | νοικιάσουμε, [‑ομε] | νοικιαζόμαστε | νοικιαστούμε |
2 pl | νοικιάζετε | νοικιάσετε | νοικιάζεστε, νοικιαζόσαστε | νοικιαστείτε |
3 pl | νοικιάζουν(ε) | νοικιάσουν(ε) | νοικιάζονται | νοικιαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | νοίκιαζα | νοίκιασα | νοικιαζόμουν(α) | νοικιάστηκα |
2 sg | νοίκιαζες | νοίκιασες | νοικιαζόσουν(α) | νοικιάστηκες |
3 sg | νοίκιαζε | νοίκιασε | νοικιαζόταν(ε) | νοικιάστηκε |
1 pl | νοικιάζαμε | νοικιάσαμε | νοικιαζόμασταν, (‑όμαστε) | νοικιαστήκαμε |
2 pl | νοικιάζατε | νοικιάσατε | νοικιαζόσασταν, (‑όσαστε) | νοικιαστήκατε |
3 pl | νοίκιαζαν, νοικιάζαν(ε) | νοίκιασαν, νοικιάσαν(ε) | νοικιάζονταν, (νοικιαζόντουσαν) | νοικιάστηκαν, νοικιαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα νοικιάζω ➤ | θα νοικιάσω ➤ | θα νοικιάζομαι ➤ | θα νοικιαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα νοικιάζεις, … | θα νοικιάσεις, … | θα νοικιάζεσαι, … | θα νοικιαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … νοικιάσει έχω, έχεις, … νοικιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … νοικιαστεί είμαι, είσαι, … νοικιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … νοικιάσει είχα, είχες, … νοικιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … νοικιαστεί ήμουν, ήσουν, … νοικιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … νοικιάσει θα έχω, θα έχεις, … νοικιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … νοικιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … νοικιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | νοίκιαζε | νοίκιασε | — | νοικιάσου |
2 pl | νοικιάζετε | νοικιάστε | νοικιάζεστε | νοικιαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | νοικιάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας νοικιάσει ➤ | νοικιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | νοικιάσει | νοικιαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||