νομισματοκοπείο • (nomismatokopeío) n (plural νομισματοκοπεία)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νομισματοκοπείο (nomismatokopeío) | νομισματοκοπεία (nomismatokopeía) |
genitive | νομισματοκοπείου (nomismatokopeíou) | νομισματοκοπείων (nomismatokopeíon) |
accusative | νομισματοκοπείο (nomismatokopeío) | νομισματοκοπεία (nomismatokopeía) |
vocative | νομισματοκοπείο (nomismatokopeío) | νομισματοκοπεία (nomismatokopeía) |