Hello, you have come here looking for the meaning of the word
νοσηλεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
νοσηλεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
νοσηλεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
νοσηλεύω you have here. The definition of the word
νοσηλεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
νοσηλεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek νοσηλεύω (nosēleúō).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /no.siˈle.vo/
- Hyphenation: νο‧ση‧λεύ‧ω
Verb
νοσηλεύω • (nosilévo) (past νοσήλευσα, passive νοσηλεύομαι, p‑past νοσηλεύτηκα/νοσηλεύθηκα, ppp νοσηλευμένος)
- (medicine) to treat
Conjugation
νοσηλεύω νοσηλεύομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
νοσηλεύω
|
νοσηλεύσω
|
νοσηλεύομαι
|
νοσηλευτώ, νοσηλευθώ
|
2 sg
|
νοσηλεύεις
|
νοσηλεύσεις
|
νοσηλεύεσαι
|
νοσηλευτείς, νοσηλευθείς
|
3 sg
|
νοσηλεύει
|
νοσηλεύσει
|
νοσηλεύεται
|
νοσηλευτεί, νοσηλευθεί
|
|
1 pl
|
νοσηλεύουμε, [‑ομε]
|
νοσηλεύσουμε, [‑ομε]
|
νοσηλευόμαστε
|
νοσηλευτούμε, νοσηλευθούμε
|
2 pl
|
νοσηλεύετε
|
νοσηλεύσετε
|
νοσηλεύεστε, νοσηλευόσαστε
|
νοσηλευτείτε, νοσηλευθείτε
|
3 pl
|
νοσηλεύουν(ε)
|
νοσηλεύσουν(ε)
|
νοσηλεύονται
|
νοσηλευτούν(ε), νοσηλευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
νοσήλευα
|
νοσήλευσα
|
νοσηλευόμουν(α)
|
νοσηλεύτηκα, νοσηλεύθηκα
|
2 sg
|
νοσήλευες
|
νοσήλευσες
|
νοσηλευόσουν(α)
|
νοσηλεύτηκες, νοσηλεύθηκες
|
3 sg
|
νοσήλευε
|
νοσήλευσε
|
νοσηλευόταν(ε)
|
νοσηλεύτηκε, νοσηλεύθηκε
|
|
1 pl
|
νοσηλεύαμε
|
νοσηλεύσαμε
|
νοσηλευόμασταν, (‑όμαστε)
|
νοσηλευτήκαμε, νοσηλευθήκαμε
|
2 pl
|
νοσηλεύατε
|
νοσηλεύσατε
|
νοσηλευόσασταν, (‑όσαστε)
|
νοσηλευτήκατε, νοσηλευθήκατε
|
3 pl
|
νοσήλευαν, νοσηλεύαν(ε)
|
νοσήλευσαν, νοσηλεύσαν(ε)
|
νοσηλεύονταν, (νοσηλευόντουσαν)
|
νοσηλεύτηκαν, νοσηλευτήκαν(ε), νοσηλεύθηκαν, νοσηλευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα νοσηλεύω ➤
|
θα νοσηλεύσω ➤
|
θα νοσηλεύομαι ➤
|
θα νοσηλευτώ / νοσηλευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα νοσηλεύεις, …
|
θα νοσηλεύσεις, …
|
θα νοσηλεύεσαι, …
|
θα νοσηλευτείς / νοσηλευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … νοσηλεύσει έχω, έχεις, … νοσηλευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … νοσηλευτεί / νοσηλευθεί είμαι, είσαι, … νοσηλευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … νοσηλεύσει είχα, είχες, … νοσηλευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … νοσηλευτεί / νοσηλευθεί ήμουν, ήσουν, … νοσηλευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … νοσηλεύσει θα έχω, θα έχεις, … νοσηλευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … νοσηλευτεί / νοσηλευθεί θα είμαι, θα είσαι, … νοσηλευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
νοσήλευε
|
νοσήλευσε
|
—
|
νοσηλεύσου
|
2 pl
|
νοσηλεύετε
|
νοσηλεύστε
|
νοσηλεύεστε
|
νοσηλευτείτε, νοσηλευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
νοσηλεύοντας ➤
|
νοσηλευόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας νοσηλεύσει ➤
|
νοσηλευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
νοσηλεύσει
|
νοσηλευτεί, νοσηλευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References