ντροπιαστικός • (ntropiastikós) m (feminine ντροπιαστική, neuter ντροπιαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ντροπιαστικός (ntropiastikós) | ντροπιαστική (ntropiastikí) | ντροπιαστικό (ntropiastikó) | ντροπιαστικοί (ntropiastikoí) | ντροπιαστικές (ntropiastikés) | ντροπιαστικά (ntropiastiká) | |
genitive | ντροπιαστικού (ntropiastikoú) | ντροπιαστικής (ntropiastikís) | ντροπιαστικού (ntropiastikoú) | ντροπιαστικών (ntropiastikón) | ντροπιαστικών (ntropiastikón) | ντροπιαστικών (ntropiastikón) | |
accusative | ντροπιαστικό (ntropiastikó) | ντροπιαστική (ntropiastikí) | ντροπιαστικό (ntropiastikó) | ντροπιαστικούς (ntropiastikoús) | ντροπιαστικές (ntropiastikés) | ντροπιαστικά (ntropiastiká) | |
vocative | ντροπιαστικέ (ntropiastiké) | ντροπιαστική (ntropiastikí) | ντροπιαστικό (ntropiastikó) | ντροπιαστικοί (ntropiastikoí) | ντροπιαστικές (ntropiastikés) | ντροπιαστικά (ntropiastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ντροπιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ντροπιαστικός, etc.)