From Byzantine Greek ξενοδοχεῖον (xenodokheîon). First attested 1889.
ξενοδοχειακός • (xenodocheiakós) m (feminine ξενοδοχειακή, neuter ξενοδοχειακό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ξενοδοχειακός (xenodocheiakós) | ξενοδοχειακή (xenodocheiakí) | ξενοδοχειακό (xenodocheiakó) | ξενοδοχειακοί (xenodocheiakoí) | ξενοδοχειακές (xenodocheiakés) | ξενοδοχειακά (xenodocheiaká) | |
genitive | ξενοδοχειακού (xenodocheiakoú) | ξενοδοχειακής (xenodocheiakís) | ξενοδοχειακού (xenodocheiakoú) | ξενοδοχειακών (xenodocheiakón) | ξενοδοχειακών (xenodocheiakón) | ξενοδοχειακών (xenodocheiakón) | |
accusative | ξενοδοχειακό (xenodocheiakó) | ξενοδοχειακή (xenodocheiakí) | ξενοδοχειακό (xenodocheiakó) | ξενοδοχειακούς (xenodocheiakoús) | ξενοδοχειακές (xenodocheiakés) | ξενοδοχειακά (xenodocheiaká) | |
vocative | ξενοδοχειακέ (xenodocheiaké) | ξενοδοχειακή (xenodocheiakí) | ξενοδοχειακό (xenodocheiakó) | ξενοδοχειακοί (xenodocheiakoí) | ξενοδοχειακές (xenodocheiakés) | ξενοδοχειακά (xenodocheiaká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξενοδοχειακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξενοδοχειακός, etc.)