Passive perfect participle of ξεψυχάω, ξεψυχώ (xepsycháo, xepsychó, “I die, my soule leaves me”), a verb without passive voice forms. Inherited from the mediaeval Byzantine Greek (ἐ)ξεψυχισμένος ((e)xepsukhisménos).
ξεψυχισμένος • (xepsychisménos) m (feminine ξεψυχισμένη, neuter ξεψυχισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξεψυχισμένος • | ξεψυχισμένη • | ξεψυχισμένο • | ξεψυχισμένοι • | ξεψυχισμένες • | ξεψυχισμένα • |
genitive | ξεψυχισμένου • | ξεψυχισμένης • | ξεψυχισμένου • | ξεψυχισμένων • | ξεψυχισμένων • | ξεψυχισμένων • |
accusative | ξεψυχισμένο • | ξεψυχισμένη • | ξεψυχισμένο • | ξεψυχισμένους • | ξεψυχισμένες • | ξεψυχισμένα • |
vocative | ξεψυχισμένε • | ξεψυχισμένη • | ξεψυχισμένο • | ξεψυχισμένοι • | ξεψυχισμένες • | ξεψυχισμένα • |