From Ancient Greek ὀδοντικός (odontikós). See δόντι (dónti) and -ικός (-ikós).
Compare Mariupol Greek дъонды́ (ðondý).
οδοντικός • (odontikós) m (feminine οδοντική, neuter οδοντικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οδοντικός • | οδοντική • | οδοντικό • | οδοντικοί • | οδοντικές • | οδοντικά • |
genitive | οδοντικού • | οδοντικής • | οδοντικού • | οδοντικών • | οδοντικών • | οδοντικών • |
accusative | οδοντικό • | οδοντική • | οδοντικό • | οδοντικούς • | οδοντικές • | οδοντικά • |
vocative | οδοντικέ • | οδοντική • | οδοντικό • | οδοντικοί • | οδοντικές • | οδοντικά • |