From οδοντίατρος (odontíatros) + -ικός (-ikós).[1]
οδοντιατρικός • (odontiatrikós) m (feminine οδοντιατρική, neuter οδοντιατρικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οδοντιατρικός • | οδοντιατρική • | οδοντιατρικό • | οδοντιατρικοί • | οδοντιατρικές • | οδοντιατρικά • |
genitive | οδοντιατρικού • | οδοντιατρικής • | οδοντιατρικού • | οδοντιατρικών • | οδοντιατρικών • | οδοντιατρικών • |
accusative | οδοντιατρικό • | οδοντιατρική • | οδοντιατρικό • | οδοντιατρικούς • | οδοντιατρικές • | οδοντιατρικά • |
vocative | οδοντιατρικέ • | οδοντιατρική • | οδοντιατρικό • | οδοντιατρικοί • | οδοντιατρικές • | οδοντιατρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οδοντιατρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οδοντιατρικός, etc.) |