From Ancient Greek οἰκεῖος (oikeîos).
οικείος • (oikeíos) m (feminine οικεία, neuter οικείο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικείος • | οικεία • | οικείο • | οικείοι • | οικείες • | οικεία • |
genitive | οικείου • | οικείας • | οικείου • | οικείων • | οικείων • | οικείων • |
accusative | οικείο • | οικεία • | οικείο • | οικείους • | οικείες • | οικεία • |
vocative | οικείε • | οικεία • | οικείο • | οικείοι • | οικείες • | οικεία • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οικείος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οικείος, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικειότερος • | οικειότερη • | οικειότερο • | οικειότεροι • | οικειότερες • | οικειότερα • |
genitive | οικειότερου • | οικειότερης • | οικειότερου • | οικειότερων • | οικειότερων • | οικειότερων • |
accusative | οικειότερο • | οικειότερη • | οικειότερο • | οικειότερους • | οικειότερες • | οικειότερα • |
vocative | οικειότερε • | οικειότερη • | οικειότερο • | οικειότεροι • | οικειότερες • | οικειότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο οικειότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικειότατος • | οικειότατη • | οικειότατο • | οικειότατοι • | οικειότατες • | οικειότατα • |
genitive | οικειότατου • | οικειότατης • | οικειότατου • | οικειότατων • | οικειότατων • | οικειότατων • |
accusative | οικειότατο • | οικειότατη • | οικειότατο • | οικειότατους • | οικειότατες • | οικειότατα • |
vocative | οικειότατε • | οικειότατη • | οικειότατο • | οικειότατοι • | οικειότατες • | οικειότατα • |