Learned borrowing from Koine Greek οἰκουμενικός (oikoumenikós).[1] By surface analysis, οικουμέν(η) (oikoumén(i)) + -ικός (-ikós).
οικουμενικός • (oikoumenikós) m (feminine οικουμενική, neuter οικουμενικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικουμενικός • | οικουμενική • | οικουμενικό • | οικουμενικοί • | οικουμενικές • | οικουμενικά • |
genitive | οικουμενικού • | οικουμενικής • | οικουμενικού • | οικουμενικών • | οικουμενικών • | οικουμενικών • |
accusative | οικουμενικό • | οικουμενική • | οικουμενικό • | οικουμενικούς • | οικουμενικές • | οικουμενικά • |
vocative | οικουμενικέ • | οικουμενική • | οικουμενικό • | οικουμενικοί • | οικουμενικές • | οικουμενικά • |