ολιγαρχικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ολιγαρχικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ολιγαρχικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ολιγαρχικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ολιγαρχικός you have here. The definition of the word ολιγαρχικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofολιγαρχικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /o.li.ɣaɾ.çiˈkos/
  • Rhymes: -os
  • Hyphenation: ο‧λι‧γαρ‧χι‧κός

Adjective

ολιγαρχικός (oligarchikósm (feminine ολιγαρχική, neuter ολιγαρχικό)

  1. oligarchic

Declension

Declension of ολιγαρχικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολιγαρχικός (oligarchikós) ολιγαρχική (oligarchikí) ολιγαρχικό (oligarchikó) ολιγαρχικοί (oligarchikoí) ολιγαρχικές (oligarchikés) ολιγαρχικά (oligarchiká)
genitive ολιγαρχικού (oligarchikoú) ολιγαρχικής (oligarchikís) ολιγαρχικού (oligarchikoú) ολιγαρχικών (oligarchikón) ολιγαρχικών (oligarchikón) ολιγαρχικών (oligarchikón)
accusative ολιγαρχικό (oligarchikó) ολιγαρχική (oligarchikí) ολιγαρχικό (oligarchikó) ολιγαρχικούς (oligarchikoús) ολιγαρχικές (oligarchikés) ολιγαρχικά (oligarchiká)
vocative ολιγαρχικέ (oligarchiké) ολιγαρχική (oligarchikí) ολιγαρχικό (oligarchikó) ολιγαρχικοί (oligarchikoí) ολιγαρχικές (oligarchikés) ολιγαρχικά (oligarchiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ολιγαρχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ολιγαρχικός, etc.)

Noun

ολιγαρχικός (oligarchikósm (plural ολιγαρχικοί, feminine ολιγαρχική)

  1. oligarch

Declension

singular plural
nominative ολιγαρχικός (oligarchikós) ολιγαρχικοί (oligarchikoí)
genitive ολιγαρχικού (oligarchikoú) ολιγαρχικών (oligarchikón)
accusative ολιγαρχικό (oligarchikó) ολιγαρχικούς (oligarchikoús)
vocative ολιγαρχικέ (oligarchiké) ολιγαρχικοί (oligarchikoí)