From όλος (ólos, “whole”) + -ικός (-ikós).
ολικός • (olikós) m (feminine ολική, neuter ολικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ολικός (olikós) | ολική (olikí) | ολικό (olikó) | ολικοί (olikoí) | ολικές (olikés) | ολικά (oliká) | |
genitive | ολικού (olikoú) | ολικής (olikís) | ολικού (olikoú) | ολικών (olikón) | ολικών (olikón) | ολικών (olikón) | |
accusative | ολικό (olikó) | ολική (olikí) | ολικό (olikó) | ολικούς (olikoús) | ολικές (olikés) | ολικά (oliká) | |
vocative | ολικέ (oliké) | ολική (olikí) | ολικό (olikó) | ολικοί (olikoí) | ολικές (olikés) | ολικά (oliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ολικός, etc.)