ολλανδικός • (ollandikós) m (feminine ολλανδική, neuter ολλανδικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ολλανδικός • | ολλανδική • | ολλανδικό • | ολλανδικοί • | ολλανδικές • | ολλανδικά • |
genitive | ολλανδικού • | ολλανδικής • | ολλανδικού • | ολλανδικών • | ολλανδικών • | ολλανδικών • |
accusative | ολλανδικό • | ολλανδική • | ολλανδικό • | ολλανδικούς • | ολλανδικές • | ολλανδικά • |
vocative | ολλανδικέ • | ολλανδική • | ολλανδικό • | ολλανδικοί • | ολλανδικές • | ολλανδικά • |