Learned borrowing from Ancient Greek ὁμιλητικός (homilētikós, “with pleasant social relations”), with semantic influence from the related ομιλητής (omilitís, “speaker”).[1]
ομιλητικός • (omilitikós) m (feminine ομιλητική, neuter ομιλητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ομιλητικός (omilitikós) | ομιλητική (omilitikí) | ομιλητικό (omilitikó) | ομιλητικοί (omilitikoí) | ομιλητικές (omilitikés) | ομιλητικά (omilitiká) | |
genitive | ομιλητικού (omilitikoú) | ομιλητικής (omilitikís) | ομιλητικού (omilitikoú) | ομιλητικών (omilitikón) | ομιλητικών (omilitikón) | ομιλητικών (omilitikón) | |
accusative | ομιλητικό (omilitikó) | ομιλητική (omilitikí) | ομιλητικό (omilitikó) | ομιλητικούς (omilitikoús) | ομιλητικές (omilitikés) | ομιλητικά (omilitiká) | |
vocative | ομιλητικέ (omilitiké) | ομιλητική (omilitikí) | ομιλητικό (omilitikó) | ομιλητικοί (omilitikoí) | ομιλητικές (omilitikés) | ομιλητικά (omilitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ομιλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ομιλητικός, etc.)