οργισμένος • (orgisménos) m (feminine οργισμένη, neuter οργισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οργισμένος • | οργισμένη • | οργισμένο • | οργισμένοι • | οργισμένες • | οργισμένα • |
genitive | οργισμένου • | οργισμένης • | οργισμένου • | οργισμένων • | οργισμένων • | οργισμένων • |
accusative | οργισμένο • | οργισμένη • | οργισμένο • | οργισμένους • | οργισμένες • | οργισμένα • |
vocative | οργισμένε • | οργισμένη • | οργισμένο • | οργισμένοι • | οργισμένες • | οργισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οργισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οργισμένος, etc.) |