παιδιάστικος • (paidiástikos) m (feminine παιδιάστικη, neuter παιδιάστικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παιδιάστικος • | παιδιάστικη • | παιδιάστικο • | παιδιάστικοι • | παιδιάστικες • | παιδιάστικα • |
genitive | παιδιάστικου • | παιδιάστικης • | παιδιάστικου • | παιδιάστικων • | παιδιάστικων • | παιδιάστικων • |
accusative | παιδιάστικο • | παιδιάστικη • | παιδιάστικο • | παιδιάστικους • | παιδιάστικες • | παιδιάστικα • |
vocative | παιδιάστικε • | παιδιάστικη • | παιδιάστικο • | παιδιάστικοι • | παιδιάστικες • | παιδιάστικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παιδιάστικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παιδιάστικος, etc.) |