Hello, you have come here looking for the meaning of the word
παρεξηγώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
παρεξηγώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
παρεξηγώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
παρεξηγώ you have here. The definition of the word
παρεξηγώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
παρεξηγώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From παρα- (para-, “in opposition to”) and εξηγώ (exigó, “to clarify”).
Verb
παρεξηγώ • (parexigó) (past παρεξήγησα)
- to misunderstand, misinterpret
Conjugation
παρεξηγώ, παρεξηγούμαι / παρεξηγιέμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
παρεξηγώ
|
παρεξηγήσω
|
παρεξηγούμαι - παρεξηγιέμαι1
|
παρεξηγηθώ
|
2 sg
|
παρεξηγείς
|
παρεξηγήσεις
|
παρεξηγείσαι - παρεξηγιέσαι
|
παρεξηγηθείς
|
3 sg
|
παρεξηγεί
|
παρεξηγήσει
|
παρεξηγείται - παρεξηγιέται
|
παρεξηγηθεί
|
|
1 pl
|
παρεξηγούμε
|
παρεξηγήσουμε, [-ομε]
|
παρεξηγούμαστε - παρεξηγιόμαστε
|
παρεξηγηθούμε
|
2 pl
|
παρεξηγείτε
|
παρεξηγήσετε
|
παρεξηγείστε - παρεξηγιέστε, παρεξηγιόσαστε
|
παρεξηγηθείτε
|
3 pl
|
παρεξηγούν(ε)
|
παρεξηγήσουν(ε)
|
παρεξηγούνται - παρεξηγιούνται, παρεξηγιόνται
|
παρεξηγηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
παρεξηγούσα
|
παρεξήγησα
|
[παρεξηγούμουν(α)] - παρεξηγιόμουν(α)1
|
παρεξηγήθηκα
|
2 sg
|
παρεξηγούσες
|
παρεξήγησες
|
[παρεξηγούσουν(α)] - παρεξηγιόσουν(α)
|
παρεξηγήθηκες
|
3 sg
|
παρεξηγούσε
|
παρεξήγησε
|
παρεξηγούνταν, {παρεξηγείτο} - παρεξηγιόταν(ε)
|
παρεξηγήθηκε
|
|
1 pl
|
παρεξηγούσαμε
|
παρεξηγήσαμε
|
παρεξηγούμασταν, (‑ούμαστε) - παρεξηγιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
παρεξηγηθήκαμε
|
2 pl
|
παρεξηγούσατε
|
παρεξηγήσατε
|
[παρεξηγούσασταν, (‑ούσαστε)] - παρεξηγιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
παρεξηγηθήκατε
|
3 pl
|
παρεξηγούσαν(ε)
|
παρεξήγησαν, παρεξηγήσαν(ε)
|
παρεξηγούνταν, {παρεξηγούντο} - παρεξηγιούνταν, (παρεξηγιόντουσαν)
|
παρεξηγήθηκαν, παρεξηγηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα παρεξηγώ ➤
|
θα παρεξηγήσω ➤
|
θα παρεξηγούμαι - παρεξηγιέμαι ➤
|
θα παρεξηγηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα παρεξηγείς, …
|
θα παρεξηγήσεις, …
|
θα παρεξηγείσαι - παρεξηγιέσαι, …
|
θα παρεξηγηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … παρεξηγήσει έχω, έχεις, … παρεξηγημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … παρεξηγηθεί είμαι, είσαι, … παρεξηγημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … παρεξηγήσει είχα, είχες, … παρεξηγημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … παρεξηγηθεί ήμουν, ήσουν, … παρεξηγημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … παρεξηγήσει θα έχω, θα έχεις, … παρεξηγημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … παρεξηγηθεί θα είμαι, θα είσαι, … παρεξηγημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
παρεξήγησε
|
—
|
παρεξηγήσου
|
2 pl
|
παρεξηγείτε
|
παρεξηγήστε
|
παρεξηγείστε - παρεξηγιέστε
|
παρεξηγηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
παρεξηγώντας ➤
|
παρεξηγούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας παρεξηγήσει ➤
|
παρεξηγημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
παρεξηγήσει
|
παρεξηγηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- εξηγώ (exigó, “to explain, clarify”, verb)
Further reading