πατήρ (patír, “father”) + -κτόνος (-któnos, “killer”)
πατροκτόνος • (patroktónos) m (feminine πατροκτόνος, neuter πατροκτόνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πατροκτόνος • | πατροκτόνη • | πατροκτόνο • | πατροκτόνοι • | πατροκτόνες • | πατροκτόνα • |
genitive | πατροκτόνου • | πατροκτόνης • | πατροκτόνου • | πατροκτόνων • | πατροκτόνων • | πατροκτόνων • |
accusative | πατροκτόνο • | πατροκτόνη • | πατροκτόνο • | πατροκτόνους • | πατροκτόνες • | πατροκτόνα • |
vocative | πατροκτόνε • | πατροκτόνη • | πατροκτόνο • | πατροκτόνοι • | πατροκτόνες • | πατροκτόνα • |
πατροκτόνος • (patroktónos) m or f (plural πατροκτόνοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πατροκτόνος • | πατροκτόνοι • |
genitive | πατροκτόνου • | πατροκτόνων • |
accusative | πατροκτόνο • | πατροκτόνους • |
vocative | πατροκτόνε • | πατροκτόνοι • |