Learned borrowing from Ancient Greek περικόπτω (perikóptō). By surface analysis, περι- (“from”) + κόπτω (“cut”).
περικόπτω • (perikópto) (past περιέκοψα, passive περικόπτομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | περικόπτω | περικόψω | περικόπτομαι | περικοπώ |
2 sg | περικόπτεις | περικόψεις | περικόπτεσαι | περικοπείς |
3 sg | περικόπτει | περικόψει | περικόπτεται | περικοπεί |
1 pl | περικόπτουμε, [‑ομε] | περικόψουμε, [‑ομε] | περικοπτόμαστε | περικοπούμε |
2 pl | περικόπτετε | περικόψετε | περικόπτεστε, περικοπτόσαστε | περικοπείτε |
3 pl | περικόπτουν(ε) | περικόψουν(ε) | περικόπτονται | περικοπούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | περιέκοπτα | περιέκοψα | περικοπτόμουν(α) | περικόπηκα |
2 sg | περιέκοπτες | περιέκοψες | περικοπτόσουν(α) | περικόπηκες |
3 sg | περιέκοπτε | περιέκοψε | περικοπτόταν(ε) | περικόπηκε |
1 pl | περικόπταμε | περικόψαμε | περικοπτόμασταν, (‑όμαστε) | περικοπήκαμε |
2 pl | περικόπτατε | περικόψατε | περικοπτόσασταν, (‑όσαστε) | περικοπήκατε |
3 pl | περιέκοπταν, περικόπταν(ε) | περιέκοψαν, περικόψαν(ε) | περικόπτονταν | περικόπηκαν, περικοπήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα περικόπτω ➤ | θα περικόψω ➤ | θα περικόπτομαι ➤ | θα περικοπώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα περικόπτεις, … | θα περικόψεις, … | θα περικόπτεσαι, … | θα περικοπείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … περικόψει | έχω, έχεις, … περικοπεί είμαι, είσαι, … περικομμένος, ‑η, ‑ο / περικεκομμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … περικόψει | είχα, είχες, … περικοπεί ήμουν, ήσουν, … περικομμένος, ‑η, ‑ο / περικεκομμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … περικόψει | θα έχω, θα έχεις, … περικοπεί θα είμαι, θα είσαι, … περικομμένος, ‑η, ‑ο / περικεκομμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | περίκοπτε | περίκοψε | — | περικόψου |
2 pl | περικόπτετε | περικόψτε | περικόπτεστε | περικοπείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | περικόπτοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας περικόψει ➤ | περικομμένος, ‑η, ‑o {περικεκομμένος, ‑η, ‑o} ➤ | ||
Nonfinite form➤ | περικόψει | περικοπεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||