πλεονεκτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word πλεονεκτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word πλεονεκτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say πλεονεκτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word πλεονεκτικός you have here. The definition of the word πλεονεκτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofπλεονεκτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

πλεονεκτικός (pleonektikósm

  1. advantageous

Declension

Declension of πλεονεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλεονεκτικός (pleonektikós) πλεονεκτική (pleonektikí) πλεονεκτικό (pleonektikó) πλεονεκτικοί (pleonektikoí) πλεονεκτικές (pleonektikés) πλεονεκτικά (pleonektiká)
genitive πλεονεκτικού (pleonektikoú) πλεονεκτικής (pleonektikís) πλεονεκτικού (pleonektikoú) πλεονεκτικών (pleonektikón) πλεονεκτικών (pleonektikón) πλεονεκτικών (pleonektikón)
accusative πλεονεκτικό (pleonektikó) πλεονεκτική (pleonektikí) πλεονεκτικό (pleonektikó) πλεονεκτικούς (pleonektikoús) πλεονεκτικές (pleonektikés) πλεονεκτικά (pleonektiká)
vocative πλεονεκτικέ (pleonektiké) πλεονεκτική (pleonektikí) πλεονεκτικό (pleonektikó) πλεονεκτικοί (pleonektikoí) πλεονεκτικές (pleonektikés) πλεονεκτικά (pleonektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλεονεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλεονεκτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλεονεκτικότερος (pleonektikóteros) πλεονεκτικότερη (pleonektikóteri) πλεονεκτικότερο (pleonektikótero) πλεονεκτικότεροι (pleonektikóteroi) πλεονεκτικότερες (pleonektikóteres) πλεονεκτικότερα (pleonektikótera)
genitive πλεονεκτικότερου (pleonektikóterou) πλεονεκτικότερης (pleonektikóteris) πλεονεκτικότερου (pleonektikóterou) πλεονεκτικότερων (pleonektikóteron) πλεονεκτικότερων (pleonektikóteron) πλεονεκτικότερων (pleonektikóteron)
accusative πλεονεκτικότερο (pleonektikótero) πλεονεκτικότερη (pleonektikóteri) πλεονεκτικότερο (pleonektikótero) πλεονεκτικότερους (pleonektikóterous) πλεονεκτικότερες (pleonektikóteres) πλεονεκτικότερα (pleonektikótera)
vocative πλεονεκτικότερε (pleonektikótere) πλεονεκτικότερη (pleonektikóteri) πλεονεκτικότερο (pleonektikótero) πλεονεκτικότεροι (pleonektikóteroi) πλεονεκτικότερες (pleonektikóteres) πλεονεκτικότερα (pleonektikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πλεονεκτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλεονεκτικότατος (pleonektikótatos) πλεονεκτικότατη (pleonektikótati) πλεονεκτικότατο (pleonektikótato) πλεονεκτικότατοι (pleonektikótatoi) πλεονεκτικότατες (pleonektikótates) πλεονεκτικότατα (pleonektikótata)
genitive πλεονεκτικότατου (pleonektikótatou) πλεονεκτικότατης (pleonektikótatis) πλεονεκτικότατου (pleonektikótatou) πλεονεκτικότατων (pleonektikótaton) πλεονεκτικότατων (pleonektikótaton) πλεονεκτικότατων (pleonektikótaton)
accusative πλεονεκτικότατο (pleonektikótato) πλεονεκτικότατη (pleonektikótati) πλεονεκτικότατο (pleonektikótato) πλεονεκτικότατους (pleonektikótatous) πλεονεκτικότατες (pleonektikótates) πλεονεκτικότατα (pleonektikótata)
vocative πλεονεκτικότατε (pleonektikótate) πλεονεκτικότατη (pleonektikótati) πλεονεκτικότατο (pleonektikótato) πλεονεκτικότατοι (pleonektikótatoi) πλεονεκτικότατες (pleonektikótates) πλεονεκτικότατα (pleonektikótata)