πλεονεκτικός (pleonektikós, “advantageous”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
πλεονεκτικότητα • (pleonektikótita) f (uncountable)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλεονεκτικότητα (pleonektikótita) | πλεονεκτικότητες (pleonektikótites) |
genitive | πλεονεκτικότητας (pleonektikótitas) | πλεονεκτικοτήτων (pleonektikotíton) |
accusative | πλεονεκτικότητα (pleonektikótita) | πλεονεκτικότητες (pleonektikótites) |
vocative | πλεονεκτικότητα (pleonektikótita) | πλεονεκτικότητες (pleonektikótites) |