πληθωριστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word πληθωριστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word πληθωριστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say πληθωριστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word πληθωριστικός you have here. The definition of the word πληθωριστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofπληθωριστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

πληθωριστικός (plithoristikósm (feminine πληθωριστική, neuter πληθωριστικό)

  1. (economics) inflationary
    Antonym: αντιπληθωριστικός (antiplithoristikós)

Declension

Declension of πληθωριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πληθωριστικός (plithoristikós) πληθωριστική (plithoristikí) πληθωριστικό (plithoristikó) πληθωριστικοί (plithoristikoí) πληθωριστικές (plithoristikés) πληθωριστικά (plithoristiká)
genitive πληθωριστικού (plithoristikoú) πληθωριστικής (plithoristikís) πληθωριστικού (plithoristikoú) πληθωριστικών (plithoristikón) πληθωριστικών (plithoristikón) πληθωριστικών (plithoristikón)
accusative πληθωριστικό (plithoristikó) πληθωριστική (plithoristikí) πληθωριστικό (plithoristikó) πληθωριστικούς (plithoristikoús) πληθωριστικές (plithoristikés) πληθωριστικά (plithoristiká)
vocative πληθωριστικέ (plithoristiké) πληθωριστική (plithoristikí) πληθωριστικό (plithoristikó) πληθωριστικοί (plithoristikoí) πληθωριστικές (plithoristikés) πληθωριστικά (plithoristiká)