πληθωριστικός • (plithoristikós) m (feminine πληθωριστική, neuter πληθωριστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πληθωριστικός (plithoristikós) | πληθωριστική (plithoristikí) | πληθωριστικό (plithoristikó) | πληθωριστικοί (plithoristikoí) | πληθωριστικές (plithoristikés) | πληθωριστικά (plithoristiká) | |
genitive | πληθωριστικού (plithoristikoú) | πληθωριστικής (plithoristikís) | πληθωριστικού (plithoristikoú) | πληθωριστικών (plithoristikón) | πληθωριστικών (plithoristikón) | πληθωριστικών (plithoristikón) | |
accusative | πληθωριστικό (plithoristikó) | πληθωριστική (plithoristikí) | πληθωριστικό (plithoristikó) | πληθωριστικούς (plithoristikoús) | πληθωριστικές (plithoristikés) | πληθωριστικά (plithoristiká) | |
vocative | πληθωριστικέ (plithoristiké) | πληθωριστική (plithoristikí) | πληθωριστικό (plithoristikó) | πληθωριστικοί (plithoristikoí) | πληθωριστικές (plithoristikés) | πληθωριστικά (plithoristiká) |