Hello, you have come here looking for the meaning of the word
πληροφορώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
πληροφορώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
πληροφορώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
πληροφορώ you have here. The definition of the word
πληροφορώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
πληροφορώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek πληροφορῶ (plērophorô, “to confirm; to fulfil”), with semantic loan from French renseigner and enseigner.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /pli.ɾo.foˈɾo/
- Hyphenation: πλη‧ρο‧φο‧ρώ
Verb
πληροφορώ • (pliroforó) (past πληροφόρησα, passive πληροφορούμαι, p‑past πληροφορήθηκα, ppp πληροφορημένος)
- to inform
Conjugation
πληροφορώ, πληροφορούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
πληροφορώ
|
πληροφορήσω
|
πληροφορούμαι
|
πληροφορηθώ
|
2 sg
|
πληροφορείς
|
πληροφορήσεις
|
πληροφορείσαι
|
πληροφορηθείς
|
3 sg
|
πληροφορεί
|
πληροφορήσει
|
πληροφορείται
|
πληροφορηθεί
|
|
1 pl
|
πληροφορούμε
|
πληροφορήσουμε, [-ομε]
|
πληροφορούμαστε
|
πληροφορηθούμε
|
2 pl
|
πληροφορείτε
|
πληροφορήσετε
|
πληροφορείστε
|
πληροφορηθείτε
|
3 pl
|
πληροφορούν(ε)
|
πληροφορήσουν(ε)
|
πληροφορούνται
|
πληροφορηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
πληροφορούσα
|
πληροφόρησα
|
[πληροφορούμουν(α)]
|
πληροφορήθηκα
|
2 sg
|
πληροφορούσες
|
πληροφόρησες
|
[πληροφορούσουν(α)]
|
πληροφορήθηκες
|
3 sg
|
πληροφορούσε
|
πληροφόρησε
|
πληροφορούνταν, {πληροφορείτο}
|
πληροφορήθηκε
|
|
1 pl
|
πληροφορούσαμε
|
πληροφορήσαμε
|
πληροφορούμασταν, (‑ούμαστε)
|
πληροφορηθήκαμε
|
2 pl
|
πληροφορούσατε
|
πληροφορήσατε
|
[πληροφορούσασταν, (‑ούσαστε)]
|
πληροφορηθήκατε
|
3 pl
|
πληροφορούσαν(ε)
|
πληροφόρησαν, πληροφορήσαν(ε)
|
πληροφορούνταν, {πληροφορούντο}
|
πληροφορήθηκαν, πληροφορηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα πληροφορώ ➤
|
θα πληροφορήσω ➤
|
θα πληροφορούμαι ➤
|
θα πληροφορηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα πληροφορείς, …
|
θα πληροφορήσεις, …
|
θα πληροφορείσαι, …
|
θα πληροφορηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … πληροφορήσει έχω, έχεις, … πληροφορημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … πληροφορηθεί είμαι, είσαι, … πληροφορημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … πληροφορήσει είχα, είχες, … πληροφορημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … πληροφορηθεί ήμουν, ήσουν, … πληροφορημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … πληροφορήσει θα έχω, θα έχεις, … πληροφορημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … πληροφορηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πληροφορημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
πληροφόρησε
|
—
|
πληροφορήσου
|
2 pl
|
πληροφορείτε
|
πληροφορήστε
|
πληροφορείστε
|
πληροφορηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
πληροφορώντας ➤
|
πληροφορούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας πληροφορήσει ➤
|
πληροφορημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
πληροφορήσει
|
πληροφορηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
References