From Ancient Greek πολλαπλοῦς (pollaploûs), from πολλᾰ́ (pollá) + -πλόος (-plóos).
πολλαπλός • (pollaplós) m (feminine πολλαπλή, neuter πολλαπλό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολλαπλός • | πολλαπλή • | πολλαπλό • | πολλαπλοί • | πολλαπλές • | πολλαπλά • |
genitive | πολλαπλού • | πολλαπλής • | πολλαπλού • | πολλαπλών • | πολλαπλών • | πολλαπλών • |
accusative | πολλαπλό • | πολλαπλή • | πολλαπλό • | πολλαπλούς • | πολλαπλές • | πολλαπλά • |
vocative | πολλαπλέ • | πολλαπλή • | πολλαπλό • | πολλαπλοί • | πολλαπλές • | πολλαπλά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολλαπλός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολλαπλός, etc.) |