πολυλεκτικός • (polylektikós) m (feminine πολυλεκτική, neuter πολυλεκτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πολυλεκτικός (polylektikós) | πολυλεκτική (polylektikí) | πολυλεκτικό (polylektikó) | πολυλεκτικοί (polylektikoí) | πολυλεκτικές (polylektikés) | πολυλεκτικά (polylektiká) | |
genitive | πολυλεκτικού (polylektikoú) | πολυλεκτικής (polylektikís) | πολυλεκτικού (polylektikoú) | πολυλεκτικών (polylektikón) | πολυλεκτικών (polylektikón) | πολυλεκτικών (polylektikón) | |
accusative | πολυλεκτικό (polylektikó) | πολυλεκτική (polylektikí) | πολυλεκτικό (polylektikó) | πολυλεκτικούς (polylektikoús) | πολυλεκτικές (polylektikés) | πολυλεκτικά (polylektiká) | |
vocative | πολυλεκτικέ (polylektiké) | πολυλεκτική (polylektikí) | πολυλεκτικό (polylektikó) | πολυλεκτικοί (polylektikoí) | πολυλεκτικές (polylektikés) | πολυλεκτικά (polylektiká) |