πολυτονικός • (polytonikós) m (feminine πολυτονική, neuter πολυτονικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πολυτονικός (polytonikós) | πολυτονική (polytonikí) | πολυτονικό (polytonikó) | πολυτονικοί (polytonikoí) | πολυτονικές (polytonikés) | πολυτονικά (polytoniká) | |
genitive | πολυτονικού (polytonikoú) | πολυτονικής (polytonikís) | πολυτονικού (polytonikoú) | πολυτονικών (polytonikón) | πολυτονικών (polytonikón) | πολυτονικών (polytonikón) | |
accusative | πολυτονικό (polytonikó) | πολυτονική (polytonikí) | πολυτονικό (polytonikó) | πολυτονικούς (polytonikoús) | πολυτονικές (polytonikés) | πολυτονικά (polytoniká) | |
vocative | πολυτονικέ (polytoniké) | πολυτονική (polytonikí) | πολυτονικό (polytonikó) | πολυτονικοί (polytonikoí) | πολυτονικές (polytonikés) | πολυτονικά (polytoniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυτονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυτονικός, etc.)