From πούστης (poústis, “gay/fag/queer”).
πούστικος • (poústikos) m (feminine πούστικη or πούστικια, neuter πούστικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πούστικος (poústikos) | πούστικη (poústiki) πούστικια (poústikia) |
πούστικο (poústiko) | πούστικοι (poústikoi) | πούστικες (poústikes) | πούστικα (poústika) | |
genitive | πούστικου (poústikou) | πούστικης (poústikis) πούστικιας (poústikias) |
πούστικου (poústikou) | πούστικων (poústikon) | πούστικων (poústikon) | πούστικων (poústikon) | |
accusative | πούστικο (poústiko) | πούστικη (poústiki) πούστικια (poústikia) |
πούστικο (poústiko) | πούστικους (poústikous) | πούστικες (poústikes) | πούστικα (poústika) | |
vocative | πούστικε (poústike) | πούστικη (poústiki) πούστικια (poústikia) |
πούστικο (poústiko) | πούστικοι (poústikoi) | πούστικες (poústikes) | πούστικα (poústika) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πούστικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πούστικος, etc.)