προαναφερόμενος • (proanaferómenos) m (feminine προαναφερόμενη, neuter προαναφερόμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προαναφερόμενος (proanaferómenos) | προαναφερόμενη (proanaferómeni) | προαναφερόμενο (proanaferómeno) | προαναφερόμενοι (proanaferómenoi) | προαναφερόμενες (proanaferómenes) | προαναφερόμενα (proanaferómena) | |
genitive | προαναφερόμενου (proanaferómenou) | προαναφερόμενης (proanaferómenis) | προαναφερόμενου (proanaferómenou) | προαναφερόμενων (proanaferómenon) | προαναφερόμενων (proanaferómenon) | προαναφερόμενων (proanaferómenon) | |
accusative | προαναφερόμενο (proanaferómeno) | προαναφερόμενη (proanaferómeni) | προαναφερόμενο (proanaferómeno) | προαναφερόμενους (proanaferómenous) | προαναφερόμενες (proanaferómenes) | προαναφερόμενα (proanaferómena) | |
vocative | προαναφερόμενε (proanaferómene) | προαναφερόμενη (proanaferómeni) | προαναφερόμενο (proanaferómeno) | προαναφερόμενοι (proanaferómenoi) | προαναφερόμενες (proanaferómenes) | προαναφερόμενα (proanaferómena) |