Hello, you have come here looking for the meaning of the word
προαναφέρω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
προαναφέρω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
προαναφέρω in singular and plural. Everything you need to know about the word
προαναφέρω you have here. The definition of the word
προαναφέρω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
προαναφέρω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek προαναφέρω (proanaphérō).[1] By surface analysis, προ- (pro-) + αναφέρω (anaféro).
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.a.naˈfe.ɾo/
- Hyphenation: προ‧α‧να‧φέ‧ρω
Verb
προαναφέρω • (proanaféro) (past προανέφερα/προανάφερα, passive προαναφέρομαι, p‑past προαναφέρθηκα)
- to mention beforehand/previously
Conjugation
προαναφέρω προαναφέρομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προαναφέρω
|
προαναφέρω
|
προαναφέρομαι
|
προαναφερθώ
|
2 sg
|
προαναφέρεις
|
προαναφέρεις
|
προαναφέρεσαι
|
προαναφερθείς
|
3 sg
|
προαναφέρει
|
προαναφέρει
|
προαναφέρεται
|
προαναφερθεί
|
|
1 pl
|
προαναφέρουμε, [‑ομε]
|
προαναφέρουμε, [‑ομε]
|
προαναφερόμαστε
|
προαναφερθούμε
|
2 pl
|
προαναφέρετε
|
προαναφέρετε
|
προαναφέρεστε, προαναφερόσαστε
|
προαναφερθείτε
|
3 pl
|
προαναφέρουν(ε)
|
προαναφέρουν(ε)
|
προαναφέρονται
|
προαναφερθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προανέφερα, προανάφερα1
|
προανέφερα, προανάφερα1
|
προαναφερόμουν(α)
|
προαναφέρθηκα
|
2 sg
|
προανέφερες, προανάφερες
|
προανέφερες, προανάφερες
|
προαναφερόσουν(α)
|
προαναφέρθηκες
|
3 sg
|
προανέφερε, προανάφερε
|
προανέφερε, προανάφερε
|
προαναφερόταν(ε)
|
προαναφέρθηκε
|
|
1 pl
|
προαναφέραμε
|
προαναφέραμε
|
προαναφερόμασταν, (‑όμαστε)
|
προαναφερθήκαμε
|
2 pl
|
προαναφέρατε
|
προαναφέρατε
|
προαναφερόσασταν, (‑όσαστε)
|
προαναφερθήκατε
|
3 pl
|
προανέφεραν, προαναφέραν(ε), προανάφεραν
|
προανέφεραν, προαναφέραν(ε), προανάφεραν
|
προαναφέρονταν, (προαναφερόντουσαν)
|
προαναφέρθηκαν, προαναφερθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προαναφέρω ➤
|
θα προαναφέρω ➤
|
θα προαναφέρομαι ➤
|
θα προαναφερθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προαναφέρεις, …
|
θα προαναφέρεις, …
|
θα προαναφέρεσαι, …
|
θα προαναφερθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προαναφέρει
|
έχω, έχεις, … προαναφερθεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προαναφέρει
|
είχα, είχες, … προαναφερθεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προαναφέρει
|
θα έχω, θα έχεις, … προαναφερθεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προανάφερε
|
προανάφερε
|
—
|
προαναφέρσου
|
2 pl
|
προαναφέρετε
|
προαναφέρετε
|
προαναφέρεστε
|
προαναφερθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προαναφέροντας ➤
|
προαναφερόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προαναφέρει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
προαναφέρει
|
προαναφερθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The second forms without internal augment -ε- are colloquial, less formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
References