From Hellenistic Koine Greek προβλέπω. For sense organise in advance, semantic loan from French prévoir. By surface analysis, προ- (“pre-”) + βλέπω (“see”).
προβλέπω • (provlépo) (past πρόβλεψα/προέβλεψα/προείδα, passive προβλέπομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προβλέπω | προβλέψω | προβλέπομαι | προβλεφθώ2 |
2 sg | προβλέπεις | προβλέψεις | προβλέπεσαι | προβλεφθείς |
3 sg | προβλέπει | προβλέψει | προβλέπεται1 | προβλεφθεί |
1 pl | προβλέπουμε, [‑ομε] | προβλέψουμε, [‑ομε] | προβλεπόμαστε | προβλεφθούμε |
2 pl | προβλέπετε | προβλέψετε | προβλέπεστε, προβλεπόσαστε | προβλεφθείτε |
3 pl | προβλέπουν(ε) | προβλέψουν(ε) | προβλέπονται1 | προβλεφθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προέβλεπα | προέβλεψα, πρόβλεψα, προείδα | προβλεπόμουν(α) | προβλέφθηκα2 |
2 sg | προέβλεπες | προέβλεψες, πρόβλεψες, προείδες | προβλεπόσουν(α) | προβλέφθηκες |
3 sg | προέβλεπε | προέβλεψε, πρόβλεψε, προείδε | προβλεπόταν(ε) | προβλέφθηκε |
1 pl | προβλέπαμε | προβλέψαμε, προείδαμε | προβλεπόμασταν, (‑όμαστε) | προβλεφθήκαμε |
2 pl | προβλέπατε | προβλέψατε, προείδατε | προβλεπόσασταν, (‑όσαστε) | προβλεφθήκατε |
3 pl | προέβλεπαν, προβλέπαν(ε) | προέβλεψαν, προβλέψαν(ε), προείδαν(ε) | προβλέπονταν, (προβλεπόντουσαν) | προβλέφθηκαν, προβλεφθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προβλέπω ➤ | θα προβλέψω ➤ | θα προβλέπομαι ➤ | θα προβλεφθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προβλέπεις, … | θα προβλέψεις, … | θα προβλέπεσαι, … | θα προβλεφθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προβλέψει | έχω, έχεις, … προβλεφθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προβλέψει | είχα, είχες, … προβλεφθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προβλέψει | θα έχω, θα έχεις, … προβλεφθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | πρόβλεπε | πρόβλεψε | — | προβλέψου |
2 pl | προβλέπετε | προβλέψτε | προβλέπεστε | προβλεφθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προβλέποντας ➤ | προβλεπόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προβλέψει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | προβλέψει | προβλεφθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Also as impersonal. 2. Passive forms with -φθ- are formal but common. Possible formation with the informal ‑φτ- is less common. • Also the ancient passive past participle: προβλεφθείς (provleftheís), προβλεφθείσα, προβλεφθέν (provlefthén) • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
The ancient participles