Hello, you have come here looking for the meaning of the word
προγραμματίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
προγραμματίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
προγραμματίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
προγραμματίζω you have here. The definition of the word
προγραμματίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
προγραμματίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Verb
προγραμματίζω • (programmatízo) (past προγραμμάτισα, passive προγραμματίζομαι)
- to plan, schedule, organise (UK), organize (US)
- to programme (UK), program (US)
- (computing) to program
Conjugation
προγραμματίζω προγραμματίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προγραμματίζω
|
προγραμματίσω
|
προγραμματίζομαι
|
προγραμματιστώ
|
2 sg
|
προγραμματίζεις
|
προγραμματίσεις
|
προγραμματίζεσαι
|
προγραμματιστείς
|
3 sg
|
προγραμματίζει
|
προγραμματίσει
|
προγραμματίζεται
|
προγραμματιστεί
|
|
1 pl
|
προγραμματίζουμε, [‑ομε]
|
προγραμματίσουμε, [‑ομε]
|
προγραμματιζόμαστε
|
προγραμματιστούμε
|
2 pl
|
προγραμματίζετε
|
προγραμματίσετε
|
προγραμματίζεστε, προγραμματιζόσαστε
|
προγραμματιστείτε
|
3 pl
|
προγραμματίζουν(ε)
|
προγραμματίσουν(ε)
|
προγραμματίζονται
|
προγραμματιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προγραμμάτιζα
|
προγραμμάτισα
|
προγραμματιζόμουν(α)
|
προγραμματίστηκα, προγραμματίσθηκα
|
2 sg
|
προγραμμάτιζες
|
προγραμμάτισες
|
προγραμματιζόσουν(α)
|
προγραμματίστηκες, προγραμματίσθηκες
|
3 sg
|
προγραμμάτιζε
|
προγραμμάτισε
|
προγραμματιζόταν(ε)
|
προγραμματίστηκε, προγραμματίσθηκε
|
|
1 pl
|
προγραμματίζαμε
|
προγραμματίσαμε
|
προγραμματιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
προγραμματιστήκαμε
|
2 pl
|
προγραμματίζατε
|
προγραμματίσατε
|
προγραμματιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
προγραμματιστήκατε
|
3 pl
|
προγραμμάτιζαν, προγραμματίζαν(ε)
|
προγραμμάτισαν, προγραμματίσαν(ε)
|
προγραμματίζονταν, (προγραμματιζόντουσαν)
|
προγραμματίστηκαν, προγραμματιστήκαν(ε), προγραμματίσθηκαν
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προγραμματίζω ➤
|
θα προγραμματίσω ➤
|
θα προγραμματίζομαι ➤
|
θα προγραμματιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προγραμματίζεις, …
|
θα προγραμματίσεις, …
|
θα προγραμματίζεσαι, …
|
θα προγραμματιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προγραμματίσει έχω, έχεις, … προγραμματισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … προγραμματιστεί είμαι, είσαι, … προγραμματισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προγραμματίσει είχα, είχες, … προγραμματισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … προγραμματιστεί ήμουν, ήσουν, … προγραμματισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προγραμματίσει θα έχω, θα έχεις, … προγραμματισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … προγραμματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … προγραμματισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προγραμμάτιζε
|
προγραμμάτισε
|
—
|
προγραμματίσου
|
2 pl
|
προγραμματίζετε
|
προγραμματίστε
|
προγραμματίζεστε
|
προγραμματιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προγραμματίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προγραμματίσει ➤
|
προγραμματισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προγραμματίσει
|
προγραμματιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|