Learnedly from προκαταβολ(ή) (prokatavol(í)) + -ικός (-ikós).[1]
προκαταβολικός • (prokatavolikós) m (feminine προκαταβολική, neuter προκαταβολικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προκαταβολικός (prokatavolikós) | προκαταβολική (prokatavolikí) | προκαταβολικό (prokatavolikó) | προκαταβολικοί (prokatavolikoí) | προκαταβολικές (prokatavolikés) | προκαταβολικά (prokatavoliká) | |
genitive | προκαταβολικού (prokatavolikoú) | προκαταβολικής (prokatavolikís) | προκαταβολικού (prokatavolikoú) | προκαταβολικών (prokatavolikón) | προκαταβολικών (prokatavolikón) | προκαταβολικών (prokatavolikón) | |
accusative | προκαταβολικό (prokatavolikó) | προκαταβολική (prokatavolikí) | προκαταβολικό (prokatavolikó) | προκαταβολικούς (prokatavolikoús) | προκαταβολικές (prokatavolikés) | προκαταβολικά (prokatavoliká) | |
vocative | προκαταβολικέ (prokatavoliké) | προκαταβολική (prokatavolikí) | προκαταβολικό (prokatavolikó) | προκαταβολικοί (prokatavolikoí) | προκαταβολικές (prokatavolikés) | προκαταβολικά (prokatavoliká) |