Hello, you have come here looking for the meaning of the word
προκαταβάλλω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
προκαταβάλλω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
προκαταβάλλω in singular and plural. Everything you need to know about the word
προκαταβάλλω you have here. The definition of the word
προκαταβάλλω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
προκαταβάλλω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly, from Hellenistic Koine Greek προκᾰτᾰβᾰ́λλω (prokătăbắllō, “apply first”). Morphologically, from προ- (“before”) + καταβάλλω (“pay; overcome; exhaust;”).
Pronunciation
Verb
προκαταβάλλω • (prokatavállo) (past προκατέβαλα, passive προκαταβάλλομαι)
- to pay (especially pay in advance)
- to prepay, pay a deposit, make an advance payment
Conjugation
προκαταβάλλω προκαταβάλλομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προκαταβάλλω
|
προκαταβάλω
|
προκαταβάλλομαι
|
προκαταβληθώ
|
2 sg
|
προκαταβάλλεις
|
προκαταβάλεις
|
προκαταβάλλεσαι
|
προκαταβληθείς
|
3 sg
|
προκαταβάλλει
|
προκαταβάλει
|
προκαταβάλλεται
|
προκαταβληθεί
|
|
1 pl
|
προκαταβάλλουμε, [‑ομε]
|
προκαταβάλουμε, [‑ομε]
|
προκαταβαλλόμαστε
|
προκαταβληθούμε
|
2 pl
|
προκαταβάλλετε
|
προκαταβάλετε
|
προκαταβάλλεστε, προκαταβαλλόσαστε
|
προκαταβληθείτε
|
3 pl
|
προκαταβάλλουν(ε)
|
προκαταβάλουν(ε)
|
προκαταβάλλονται
|
προκαταβληθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προκατέβαλλα
|
προκατέβαλα
|
προκαταβαλλόμουν(α)
|
προκαταβλήθηκα
|
2 sg
|
προκατέβαλλες
|
προκατέβαλες
|
προκαταβαλλόσουν(α)
|
προκαταβλήθηκες
|
3 sg
|
προκατέβαλλε
|
προκατέβαλε
|
προκαταβαλλόταν(ε)
|
προκαταβλήθηκε
|
|
1 pl
|
προκαταβάλλαμε
|
προκαταβάλαμε
|
προκαταβαλλόμασταν, (‑όμαστε)
|
προκαταβληθήκαμε
|
2 pl
|
προκαταβάλλατε
|
προκαταβάλατε
|
προκαταβαλλόσασταν, (‑όσαστε)
|
προκαταβληθήκατε
|
3 pl
|
προκατέβαλλαν, προκαταβάλλαν(ε)
|
προκατέβαλαν, προκαταβάλαν(ε)
|
προκαταβάλλονταν, (προκαταβαλλόντουσαν)
|
προκαταβλήθηκαν, προκαταβληθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προκαταβάλλω ➤
|
θα προκαταβάλω ➤
|
θα προκαταβάλλομαι ➤
|
θα προκαταβληθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προκαταβάλλεις, …
|
θα προκαταβάλεις, …
|
θα προκαταβάλλεσαι, …
|
θα προκαταβληθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προκαταβάλει έχω, έχεις, … προκαταβεβλημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … προκαταβληθεί είμαι, είσαι, … προκαταβεβλημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προκαταβάλει είχα, είχες, … προκαταβεβλημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … προκαταβληθεί ήμουν, ήσουν, … προκαταβεβλημένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προκαταβάλει θα έχω, θα έχεις, … προκαταβεβλημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … προκαταβληθεί θα είμαι, θα είσαι, … προκαταβεβλημένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προκατάβαλλε
|
προκατάβαλε
|
—
|
—
|
2 pl
|
προκαταβάλλετε
|
προκαταβάλετε
|
προκαταβάλλεστε
|
προκαταβληθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προκαταβάλλοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προκαταβάλει ➤
|
{προκαταβεβλημένος, ‑η, ‑o} ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προκαταβάλει
|
προκαταβληθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms