προληπτικός • (proliptikós) m (feminine προληπτική, neuter προληπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προληπτικός (proliptikós) | προληπτική (proliptikí) | προληπτικό (proliptikó) | προληπτικοί (proliptikoí) | προληπτικές (proliptikés) | προληπτικά (proliptiká) | |
genitive | προληπτικού (proliptikoú) | προληπτικής (proliptikís) | προληπτικού (proliptikoú) | προληπτικών (proliptikón) | προληπτικών (proliptikón) | προληπτικών (proliptikón) | |
accusative | προληπτικό (proliptikó) | προληπτική (proliptikí) | προληπτικό (proliptikó) | προληπτικούς (proliptikoús) | προληπτικές (proliptikés) | προληπτικά (proliptiká) | |
vocative | προληπτικέ (proliptiké) | προληπτική (proliptikí) | προληπτικό (proliptikó) | προληπτικοί (proliptikoí) | προληπτικές (proliptikés) | προληπτικά (proliptiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προληπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προληπτικός, etc.)