προσεκτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word προσεκτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word προσεκτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say προσεκτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word προσεκτικός you have here. The definition of the word προσεκτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofπροσεκτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Adjective

προσεκτικός (prosektikósm (feminine προσεκτική, neuter προσεκτικό)

  1. careful, cautious, prudent, meticulous

Declension

Declension of προσεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεκτικός (prosektikós) προσεκτική (prosektikí) προσεκτικό (prosektikó) προσεκτικοί (prosektikoí) προσεκτικές (prosektikés) προσεκτικά (prosektiká)
genitive προσεκτικού (prosektikoú) προσεκτικής (prosektikís) προσεκτικού (prosektikoú) προσεκτικών (prosektikón) προσεκτικών (prosektikón) προσεκτικών (prosektikón)
accusative προσεκτικό (prosektikó) προσεκτική (prosektikí) προσεκτικό (prosektikó) προσεκτικούς (prosektikoús) προσεκτικές (prosektikés) προσεκτικά (prosektiká)
vocative προσεκτικέ (prosektiké) προσεκτική (prosektikí) προσεκτικό (prosektikó) προσεκτικοί (prosektikoí) προσεκτικές (prosektikés) προσεκτικά (prosektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσεκτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεκτικότερος (prosektikóteros) προσεκτικότερη (prosektikóteri) προσεκτικότερο (prosektikótero) προσεκτικότεροι (prosektikóteroi) προσεκτικότερες (prosektikóteres) προσεκτικότερα (prosektikótera)
genitive προσεκτικότερου (prosektikóterou) προσεκτικότερης (prosektikóteris) προσεκτικότερου (prosektikóterou) προσεκτικότερων (prosektikóteron) προσεκτικότερων (prosektikóteron) προσεκτικότερων (prosektikóteron)
accusative προσεκτικότερο (prosektikótero) προσεκτικότερη (prosektikóteri) προσεκτικότερο (prosektikótero) προσεκτικότερους (prosektikóterous) προσεκτικότερες (prosektikóteres) προσεκτικότερα (prosektikótera)
vocative προσεκτικότερε (prosektikótere) προσεκτικότερη (prosektikóteri) προσεκτικότερο (prosektikótero) προσεκτικότεροι (prosektikóteroi) προσεκτικότερες (prosektikóteres) προσεκτικότερα (prosektikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προσεκτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεκτικότατος (prosektikótatos) προσεκτικότατη (prosektikótati) προσεκτικότατο (prosektikótato) προσεκτικότατοι (prosektikótatoi) προσεκτικότατες (prosektikótates) προσεκτικότατα (prosektikótata)
genitive προσεκτικότατου (prosektikótatou) προσεκτικότατης (prosektikótatis) προσεκτικότατου (prosektikótatou) προσεκτικότατων (prosektikótaton) προσεκτικότατων (prosektikótaton) προσεκτικότατων (prosektikótaton)
accusative προσεκτικότατο (prosektikótato) προσεκτικότατη (prosektikótati) προσεκτικότατο (prosektikótato) προσεκτικότατους (prosektikótatous) προσεκτικότατες (prosektikótates) προσεκτικότατα (prosektikótata)
vocative προσεκτικότατε (prosektikótate) προσεκτικότατη (prosektikótati) προσεκτικότατο (prosektikótato) προσεκτικότατοι (prosektikótatoi) προσεκτικότατες (prosektikótates) προσεκτικότατα (prosektikótata)