|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προστατεύω
|
προστατεύσω, προστατέψω1
|
προστατεύομαι
|
προστατευθώ, προστατευτώ
|
2 sg
|
προστατεύεις
|
προστατεύσεις, προστατέψεις
|
προστατεύεσαι
|
προστατευθείς, προστατευτείς
|
3 sg
|
προστατεύει
|
προστατεύσει, προστατέψει
|
προστατεύεται
|
προστατευθεί, προστατευτεί
|
|
1 pl
|
προστατεύουμε, [‑ομε]
|
προστατεύσουμε, [‑ομε], προστατέψουμε, [‑ομε]
|
προστατευόμαστε
|
προστατευθούμε, προστατευτούμε
|
2 pl
|
προστατεύετε
|
προστατεύσετε, προστατέψετε
|
προστατεύεστε, προστατευόσαστε
|
προστατευθείτε, προστατευτείτε
|
3 pl
|
προστατεύουν(ε)
|
προστατεύσουν(ε), προστατέψουν(ε)
|
προστατεύονται
|
προστατευθούν(ε), προστατευτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προστάτευα
|
προστάτευσα, προστάτεψα1
|
προστατευόμουν(α)
|
προστατεύθηκα, προστατεύτηκα
|
2 sg
|
προστάτευες
|
προστάτευσες, προστάτεψες
|
προστατευόσουν(α)
|
προστατεύθηκες, προστατεύτηκες
|
3 sg
|
προστάτευε
|
προστάτευσε, προστάτεψε
|
προστατευόταν(ε)
|
προστατεύθηκε, προστατεύτηκε
|
|
1 pl
|
προστατεύαμε
|
προστατεύσαμε, προστατέψαμε
|
προστατευόμασταν, (‑όμαστε)
|
προστατευθήκαμε, προστατευτήκαμε
|
2 pl
|
προστατεύατε
|
προστατεύσατε, προστατέψατε
|
προστατευόσασταν, (‑όσαστε)
|
προστατευθήκατε, προστατευτήκατε
|
3 pl
|
προστάτευαν, προστατεύαν(ε)
|
προστάτευσαν, προστατεύσαν(ε), προστάτεψαν
|
προστατεύονταν, (προστατευόντουσαν)
|
προστατεύθηκαν, προστατευθήκαν(ε), προστατεύτηκαν, προστατευτήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προστατεύω ➤
|
θα προστατεύσω / προστατέψω ➤
|
θα προστατεύομαι ➤
|
θα προστατευθώ / προστατευτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προστατεύεις, …
|
θα προστατεύσεις / προστατέψεις, …
|
θα προστατεύεσαι, …
|
θα προστατευθείς / προστατευτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προστατεύσει / προστατέψει έχω, έχεις, … προστατευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … προστατευθεί / προστατευτεί είμαι, είσαι, … προστατευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προστατεύσει / προστατέψει είχα, είχες, … προστατευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … προστατευθεί / προστατευτεί ήμουν, ήσουν, … προστατευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προστατεύσει / προστατέψει θα έχω, θα έχεις, … προστατευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … προστατευθεί / προστατευτεί θα είμαι, θα είσαι, … προστατευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προστάτευε
|
προστάτευσε, προστάτεψε / προστάτευ' 2
|
—
|
προστατεύσου, προστατέψου
|
2 pl
|
προστατεύετε
|
προστατεύστε, προστατέψτε / προστατεύτε3
|
προστατεύεστε
|
προστατευθείτε, προστατευτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προστατεύοντας ➤
|
προστατευόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προστατεύσει / προστατέψει ➤
|
προστατευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προστατεύσει, προστατέψει
|
προστατευθεί, προστατευτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The active forms with < ψ > are colloquial. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. προστάτευ' τον ("protect him!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|