Learnedly from πρωταγωνιστ(ής) (protagonist(ís)) + -ικός (-ikós).[1]
πρωταγωνιστικός • (protagonistikós) m (feminine πρωταγωνιστική, neuter πρωταγωνιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πρωταγωνιστικός (protagonistikós) | πρωταγωνιστική (protagonistikí) | πρωταγωνιστικό (protagonistikó) | πρωταγωνιστικοί (protagonistikoí) | πρωταγωνιστικές (protagonistikés) | πρωταγωνιστικά (protagonistiká) | |
genitive | πρωταγωνιστικού (protagonistikoú) | πρωταγωνιστικής (protagonistikís) | πρωταγωνιστικού (protagonistikoú) | πρωταγωνιστικών (protagonistikón) | πρωταγωνιστικών (protagonistikón) | πρωταγωνιστικών (protagonistikón) | |
accusative | πρωταγωνιστικό (protagonistikó) | πρωταγωνιστική (protagonistikí) | πρωταγωνιστικό (protagonistikó) | πρωταγωνιστικούς (protagonistikoús) | πρωταγωνιστικές (protagonistikés) | πρωταγωνιστικά (protagonistiká) | |
vocative | πρωταγωνιστικέ (protagonistiké) | πρωταγωνιστική (protagonistikí) | πρωταγωνιστικό (protagonistikó) | πρωταγωνιστικοί (protagonistikoí) | πρωταγωνιστικές (protagonistikés) | πρωταγωνιστικά (protagonistiká) |