Learnedly from πρωτοπορί(α) (protoporí(a)) + -ακός (-akós), a loose calque of French avant-gardiste.[1]
πρωτοποριακός • (protoporiakós) m (feminine πρωτοποριακή, neuter πρωτοποριακό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρωτοποριακός • | πρωτοποριακή • | πρωτοποριακό • | πρωτοποριακοί • | πρωτοποριακές • | πρωτοποριακά • |
genitive | πρωτοποριακού • | πρωτοποριακής • | πρωτοποριακού • | πρωτοποριακών • | πρωτοποριακών • | πρωτοποριακών • |
accusative | πρωτοποριακό • | πρωτοποριακή • | πρωτοποριακό • | πρωτοποριακούς • | πρωτοποριακές • | πρωτοποριακά • |
vocative | πρωτοποριακέ • | πρωτοποριακή • | πρωτοποριακό • | πρωτοποριακοί • | πρωτοποριακές • | πρωτοποριακά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρωτοποριακός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρωτοποριακός, etc.) |