ριζοσπαστικός • (rizospastikós) m (feminine ριζοσπαστική, neuter ριζοσπαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ριζοσπαστικός (rizospastikós) | ριζοσπαστική (rizospastikí) | ριζοσπαστικό (rizospastikó) | ριζοσπαστικοί (rizospastikoí) | ριζοσπαστικές (rizospastikés) | ριζοσπαστικά (rizospastiká) | |
genitive | ριζοσπαστικού (rizospastikoú) | ριζοσπαστικής (rizospastikís) | ριζοσπαστικού (rizospastikoú) | ριζοσπαστικών (rizospastikón) | ριζοσπαστικών (rizospastikón) | ριζοσπαστικών (rizospastikón) | |
accusative | ριζοσπαστικό (rizospastikó) | ριζοσπαστική (rizospastikí) | ριζοσπαστικό (rizospastikó) | ριζοσπαστικούς (rizospastikoús) | ριζοσπαστικές (rizospastikés) | ριζοσπαστικά (rizospastiká) | |
vocative | ριζοσπαστικέ (rizospastiké) | ριζοσπαστική (rizospastikí) | ριζοσπαστικό (rizospastikó) | ριζοσπαστικοί (rizospastikoí) | ριζοσπαστικές (rizospastikés) | ριζοσπαστικά (rizospastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ριζοσπαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ριζοσπαστικός, etc.)