ρομαντικός • (romantikós) m (feminine ρομαντική, neuter ρομαντικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρομαντικός • | ρομαντική • | ρομαντικό • | ρομαντικοί • | ρομαντικές • | ρομαντικά • |
genitive | ρομαντικού • | ρομαντικής • | ρομαντικού • | ρομαντικών • | ρομαντικών • | ρομαντικών • |
accusative | ρομαντικό • | ρομαντική • | ρομαντικό • | ρομαντικούς • | ρομαντικές • | ρομαντικά • |
vocative | ρομαντικέ • | ρομαντική • | ρομαντικό • | ρομαντικοί • | ρομαντικές • | ρομαντικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ρομαντικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ρομαντικός, etc.) |