ρομαντικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ρομαντικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ρομαντικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ρομαντικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ρομαντικός you have here. The definition of the word ρομαντικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofρομαντικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

English romantic

Adjective

ρομαντικός (romantikósm (feminine ρομαντική, neuter ρομαντικό)

  1. romantic (connected with love and romance)
    μια ρομαντική συνάντησηmia romantikí synántisia tryst, a romantic encounter
  2. Romantic (connected with that period of art, literature, music)
    η ρομαντική εποχήi romantikí epochíthe Romantic period

Declension

Declension of ρομαντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ρομαντικός (romantikós) ρομαντική (romantikí) ρομαντικό (romantikó) ρομαντικοί (romantikoí) ρομαντικές (romantikés) ρομαντικά (romantiká)
genitive ρομαντικού (romantikoú) ρομαντικής (romantikís) ρομαντικού (romantikoú) ρομαντικών (romantikón) ρομαντικών (romantikón) ρομαντικών (romantikón)
accusative ρομαντικό (romantikó) ρομαντική (romantikí) ρομαντικό (romantikó) ρομαντικούς (romantikoús) ρομαντικές (romantikés) ρομαντικά (romantiká)
vocative ρομαντικέ (romantiké) ρομαντική (romantikí) ρομαντικό (romantikó) ρομαντικοί (romantikoí) ρομαντικές (romantikés) ρομαντικά (romantiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ρομαντικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ρομαντικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ρομαντικότερος (romantikóteros) ρομαντικότερη (romantikóteri) ρομαντικότερο (romantikótero) ρομαντικότεροι (romantikóteroi) ρομαντικότερες (romantikóteres) ρομαντικότερα (romantikótera)
genitive ρομαντικότερου (romantikóterou) ρομαντικότερης (romantikóteris) ρομαντικότερου (romantikóterou) ρομαντικότερων (romantikóteron) ρομαντικότερων (romantikóteron) ρομαντικότερων (romantikóteron)
accusative ρομαντικότερο (romantikótero) ρομαντικότερη (romantikóteri) ρομαντικότερο (romantikótero) ρομαντικότερους (romantikóterous) ρομαντικότερες (romantikóteres) ρομαντικότερα (romantikótera)
vocative ρομαντικότερε (romantikótere) ρομαντικότερη (romantikóteri) ρομαντικότερο (romantikótero) ρομαντικότεροι (romantikóteroi) ρομαντικότερες (romantikóteres) ρομαντικότερα (romantikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ρομαντικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ρομαντικότατος (romantikótatos) ρομαντικότατη (romantikótati) ρομαντικότατο (romantikótato) ρομαντικότατοι (romantikótatoi) ρομαντικότατες (romantikótates) ρομαντικότατα (romantikótata)
genitive ρομαντικότατου (romantikótatou) ρομαντικότατης (romantikótatis) ρομαντικότατου (romantikótatou) ρομαντικότατων (romantikótaton) ρομαντικότατων (romantikótaton) ρομαντικότατων (romantikótaton)
accusative ρομαντικότατο (romantikótato) ρομαντικότατη (romantikótati) ρομαντικότατο (romantikótato) ρομαντικότατους (romantikótatous) ρομαντικότατες (romantikótates) ρομαντικότατα (romantikótata)
vocative ρομαντικότατε (romantikótate) ρομαντικότατη (romantikótati) ρομαντικότατο (romantikótato) ρομαντικότατοι (romantikótatoi) ρομαντικότατες (romantikótates) ρομαντικότατα (romantikótata)