Borrowed from French sarcastique, which was formed from sarcasme.
σαρκαστικός • (sarkastikós) m (feminine σαρκαστική, neuter σαρκαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σαρκαστικός (sarkastikós) | σαρκαστική (sarkastikí) | σαρκαστικό (sarkastikó) | σαρκαστικοί (sarkastikoí) | σαρκαστικές (sarkastikés) | σαρκαστικά (sarkastiká) | |
genitive | σαρκαστικού (sarkastikoú) | σαρκαστικής (sarkastikís) | σαρκαστικού (sarkastikoú) | σαρκαστικών (sarkastikón) | σαρκαστικών (sarkastikón) | σαρκαστικών (sarkastikón) | |
accusative | σαρκαστικό (sarkastikó) | σαρκαστική (sarkastikí) | σαρκαστικό (sarkastikó) | σαρκαστικούς (sarkastikoús) | σαρκαστικές (sarkastikés) | σαρκαστικά (sarkastiká) | |
vocative | σαρκαστικέ (sarkastiké) | σαρκαστική (sarkastikí) | σαρκαστικό (sarkastikó) | σαρκαστικοί (sarkastikoí) | σαρκαστικές (sarkastikés) | σαρκαστικά (sarkastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σαρκαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σαρκαστικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σαρκαστικότερος", etc)
|