σκεπτικιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σκεπτικιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σκεπτικιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σκεπτικιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word σκεπτικιστικός you have here. The definition of the word σκεπτικιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσκεπτικιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

σκεπτικιστικός (skeptikistikósm (feminine σκεπτικιστική, neuter σκεπτικιστικό)

  1. sceptical

Declension

Declension of σκεπτικιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκεπτικιστικός (skeptikistikós) σκεπτικιστική (skeptikistikí) σκεπτικιστικό (skeptikistikó) σκεπτικιστικοί (skeptikistikoí) σκεπτικιστικές (skeptikistikés) σκεπτικιστικά (skeptikistiká)
genitive σκεπτικιστικού (skeptikistikoú) σκεπτικιστικής (skeptikistikís) σκεπτικιστικού (skeptikistikoú) σκεπτικιστικών (skeptikistikón) σκεπτικιστικών (skeptikistikón) σκεπτικιστικών (skeptikistikón)
accusative σκεπτικιστικό (skeptikistikó) σκεπτικιστική (skeptikistikí) σκεπτικιστικό (skeptikistikó) σκεπτικιστικούς (skeptikistikoús) σκεπτικιστικές (skeptikistikés) σκεπτικιστικά (skeptikistiká)
vocative σκεπτικιστικέ (skeptikistiké) σκεπτικιστική (skeptikistikí) σκεπτικιστικό (skeptikistikó) σκεπτικιστικοί (skeptikistikoí) σκεπτικιστικές (skeptikistikés) σκεπτικιστικά (skeptikistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκεπτικιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκεπτικιστικός, etc.)