σκηνικός • (skinikós) m (feminine σκηνική, neuter σκηνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σκηνικός (skinikós) | σκηνική (skinikí) | σκηνικό (skinikó) | σκηνικοί (skinikoí) | σκηνικές (skinikés) | σκηνικά (skiniká) | |
genitive | σκηνικού (skinikoú) | σκηνικής (skinikís) | σκηνικού (skinikoú) | σκηνικών (skinikón) | σκηνικών (skinikón) | σκηνικών (skinikón) | |
accusative | σκηνικό (skinikó) | σκηνική (skinikí) | σκηνικό (skinikó) | σκηνικούς (skinikoús) | σκηνικές (skinikés) | σκηνικά (skiniká) | |
vocative | σκηνικέ (skiniké) | σκηνική (skinikí) | σκηνικό (skinikó) | σκηνικοί (skinikoí) | σκηνικές (skinikés) | σκηνικά (skiniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκηνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκηνικός, etc.)