σοβινιστικός • (sovinistikós) m (feminine σοβινιστική, neuter σοβινιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σοβινιστικός (sovinistikós) | σοβινιστική (sovinistikí) | σοβινιστικό (sovinistikó) | σοβινιστικοί (sovinistikoí) | σοβινιστικές (sovinistikés) | σοβινιστικά (sovinistiká) | |
genitive | σοβινιστικού (sovinistikoú) | σοβινιστικής (sovinistikís) | σοβινιστικού (sovinistikoú) | σοβινιστικών (sovinistikón) | σοβινιστικών (sovinistikón) | σοβινιστικών (sovinistikón) | |
accusative | σοβινιστικό (sovinistikó) | σοβινιστική (sovinistikí) | σοβινιστικό (sovinistikó) | σοβινιστικούς (sovinistikoús) | σοβινιστικές (sovinistikés) | σοβινιστικά (sovinistiká) | |
vocative | σοβινιστικέ (sovinistiké) | σοβινιστική (sovinistikí) | σοβινιστικό (sovinistikó) | σοβινιστικοί (sovinistikoí) | σοβινιστικές (sovinistikés) | σοβινιστικά (sovinistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σοβινιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σοβινιστικός, etc.)